ανθοστόλιστος

ανθοστόλιστος
η , ο [ος , ον ] украшенный цветами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανθοστόλιστος" в других словарях:

  • ανθοστόλιστος — η, ο στολισμένος με λουλούδια …   Dictionary of Greek

  • ανθοστόλιστος — η, ο στολισμένος με λουλούδια: Το σπίτι όπου θα δέχονταν τους καλεσμένους τους ήταν ανθοστόλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»